- πενικιλ(λ)αμίνη
- η(φαρμ.) κοινή ονομασία τού αμινο-2-μεθυλο-3-μερκαπτο-3βουτανοϊκού οξέος, τού οποίου το εναντιομερές D αποτελεί χαρακτηριστικό προϊόν τής, υδρόλυσης τών πενικιλλινών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. penicillamine < penicillin «πενικιλλίνη» + amine «αμίνη»].
Dictionary of Greek. 2013.